- τζοχαντάρης
- ο, Νβλ. τσοχαντάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσοχαντάρης — και τζοχαντάρης, ο, Ν (παλαιότερα) αξιωματούχος στην αυλή τών σουλτάνων τής Τουρκίας, αντίστοιχος προς τον πρωτοβεστιάριο τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
Σερδάρης, Διαμαντής — Ηπειρώτης οπλαρχηγός του 1821. Αρχικά, υπηρέτησε ως τζοχαντάρης στην Αυλή του Αλή Πασά και έπειτα διακρίθηκε ως αρματολός στη Θεσσαλία. Διωγμένος από το Γιουσούφ Αράπη, πήγε στο βιλαέτι της Ρούμελης και από κει πέρασε στη Βλαχία, όπου, με την… … Dictionary of Greek